ἡρματισμένης

ἡρματισμένης
ἁρματίζομαι
place in a chariot
perf part mp fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic)
ἑρματίζω
support by means of a sling
perf part mp fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ερματίζω — (AM ἑρματίζω, Α και ἑρμάζω) [έρμα] τοποθετώ σαβούρα σε πλοίο ή αερόστατο αρχ. 1. στερεώνω, δένω με επίδεσμο («τῆς κνήμης ἡρματισμένης», Ιπποκρ.) 2. μέσ. ἑρματίζομαι α) ισορροπῶ β) παίρνω κάτι ως στήριγμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”